Maintainer: |
Chameleon |
Rating: |
(4 votes)
|
Application: |
OpenOffice.org |
Tags: |
Greek, Dictionary, Thesaurus, Hyphenation, extension |
Post date: |
Sunday, 17 August, 2008 - 04:57 |
Statistics |
Week: Not tracked - Month: Not tracked - Year: Not tracked - Timeline |
Greek Dictionary, Thesaurus, Hyphenation for OpenOffice 3.
Version | Operating system | Compatibility | Release date | ||
---|---|---|---|---|---|
1.0.0 | System Independent | 3.0, 3.1, 3.2, 3.3, 3.4 | 17/08/2008 - 05:00 | More information | Download |
Comments
some new words to add
Ελληνοαγγλικό Εξουσιοδοτών ερωτεύτηκα Κοσόβου Κούρδοι Κούρδος Μανιάτη Ρουμάνοι έδειξες έδιωχνα έμπαζε έριξες έριχνες έσκασες έστειλες αίτημά αίτησή αγγλοελληνικός αγριέψουν αγόραζες αιτιωδώς αλυτρωτικές αμάρτανες αμφιβάλλατε ανανεούμενο αναπτυχθώ αναφέρθηκες ανοίξου ανταποκριθείτε αντιγράψαμε αντιμετώπισέ αντισταθήκατε αποκρύπτετε απολαμβάνατε απουσιάσετε ασχολούμενες αυτοδηλητηρίασης βαρούσαν βορειοαφρικανών δημοσιευτέα δημοφιλία διαγνώσιμη διαζευχθεί διαπράξετε διαπράττετε διασύρθηκαν διατρέξετε διεκδίκησής δικαστήριά διώξατε δυναμοποιημένη δυναμοποιημένου εκκαλούμενη εκκαλούντος εκκαλών εκπροσωπουμένης ενδοσχολική ενδώσετε εξυπνότερος επιδειχθείτε επιδώσαμε επισκεψιμότητα επισκεύθηκα επωμιστείτε ερωτευμένους ερωτευτείς εσωτερισμό εσωτεριστή εσωτεριστής εσωτεριστικό ευρωλεπτό ιστολογίου ιστολόγια ιστολόγιο ιστολόγιό ιστολόγοι ιστολόγος ιστολόγου κάψατε κακοσχηματισμένα καλοφωτισμένο κατάθλιψε κατέβαζα κατέχεις καταθετικού καταθετικό καταφέρνεις κατείχατε κατεβάζεις καυλωτικά κληρονομίας κοινοχρησία κοινοχρησίας κοινωνήσεις κομματόσκυλα κοπιάσεις κορόιδευα κορόιδευες κυλιστεί λαϊκιστί λυπηθείς μακρύκοκκο μαϊμουδιάρη μετατραπήκαμε μικροφασαρίες μισοβρασμένο μπαίνατε μπλέξανε μπλεχτείτε ξαναπάς ξανασχολείσαι ξεμπλέξουν ξεφεύγετε ομοίωσή ονειρευτείς παρέθεσες παραπονεθείς παραπονιόμουν παραστρατημένων παρεξηγείς πασπάτευε πεισθείτε περιεργαστείς πνιγμένων πολιτικαντισμό πολυχρειάζεσαι πονέσετε προβληθείτε προδώσουν προλαβαίνατε προοδεύσετε προσάψεις προσβαλλομένης προσβαλλόμενη προσλαμβάνεις προσφορότητά προσφορότητα προσφύγεις σα σιχαμένο σπούδασες στήναμε στήνεις σταβοπήγε στοχοποιήσει στρίμωχνα στριμώξουν συμπεθερεύουν συνέθλιψαν συναναστραφείτε συνδημοσιεύονται συνθλίψουν συχνάζεις συχνάζοντας συχνάζουμε τέρψεων ταξιδεύατε τοκοφορία τρέφουμε τρώγατε υπεράντλησης υπερβείτε υπερκινητικότητα υποπτεύθηκα υποφέρατε υποφέρεις υφαλμύρωση φανταράκια φοροκλέβουν φτωχύνεις χηρέψετε ψιλοάχρηστο